- ψιλοκομμένος
- [псилокоммэнос] επ мелко нарезанный, мелко нарубленный.
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
ψιλοκόβω — ψιλόκοψα, ψιλοκομμένος 1. κόβω κάτι σε ψιλά κομμάτια. 2. ψιλοκοπανίζω, τρίβω κάτι σε λεπτή σκόνη: Είναι ψιλοκομμένος ο καφές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψιλοκόβω — ψιλοκόβω, ψιλόκοψα, ψιλοκομμένος βλ. πίν. 7 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής